- χειραφετημένος
- -η, -ο, Νβλ. χειραφετώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απελεύθερος — O δούλος που γινόταν ελεύθερος κατά την αρχαιότητα. Στην αρχαία Αθήνα, ένας δούλος μπορούσε να απελευθερωθεί από την ίδια την πολιτεία, από τον κύριό του ή με διαθήκη του τελευταίου και, τέλος, εξαγοράζοντας o ίδιος την ελευθερία του. Στη νέα του … Dictionary of Greek
χειραφετώ — χειραφετῶ, έω, ΝΜΑ [χειράφετος] αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω νεοελλ. απαλλάσσω ανήλικο από την πατρική εξουσία 2. (κατ επέκτ.) απαλλάσσω γυναίκα από την εξουσία τού άνδρα 3. απαλλάσσω κάποιον από την επιρροή άλλου 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.… … Dictionary of Greek
Μπερναντότ, Ζαν Μπατίστ Ζιλ — (Jean Baptiste Jules Bernadotte, Πο 1763 – Στοκχόλμη 1844). Γάλλος στρατηγός και κατόπιν βασιλιάς της Σουηδίας και της Νορβηγίας (1818 44). Κατατάχτηκε στον στρατό σε ηλικία 17 ετών· συνταγματάρχης το 1792 και στρατηγός διοικητής μεραρχίας το… … Dictionary of Greek
χειραφετούμαι — χειραφετούμαι, χειραφετήθηκα, χειραφετημένος βλ. πίν. 74 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χειραφετώ — και χειραφετάω χειραφέτησα, χειραφετήθηκα, χειραφετημένος 1. απαλλάσσω ανήλικο από την πατρική εξουσία. 2. απαλλάσσω γυναίκα από την αντρική εξουσία: Οι γυναίκες σήμερα είναι χειραφετημένες. 3. απαλλάσσω κάποιον από την επιρροή άλλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)